- μαρκαλίζω
- και μαρκαλώ(για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr-kal «παίρνω άλογο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρκάλισμα — ατος, το [μαρκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαρκαλίζω, η σεξουαλική επαφή ζώων και ιδίως γιδιών και προβάτων, η οχεία, το βάτεμα … Dictionary of Greek
αμαρκάλιστος — η, ο [μαρκαλίζω] (για κατσίκες ή πρόβατα) αυτός που δεν μαρκαλίστηκε, ανεπίβατος, αβάτευτος … Dictionary of Greek
οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) … Dictionary of Greek
κουτουπώνω — κουτούπωσα, κουτουπώθηκα, κουτουπωμένος, επιτίθεμαι σε γυναίκα με ανήθικους σκοπούς, πλακώνω, μαρκαλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρκαλώ — και μαρκαλίζω μαρκάλισα, μαρκαλισμένος (για αιγοπρόβατα), έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, βατεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)